ορατικότητα

ορατικότητα
η [ορατικός]
1. η ικανότητας τής όρασης
2. οξυδέρκεια, διορατικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”